χαρωνίται

χαρωνίται
οἱ, Α
(στην αρχ. Ρώμη) σκωπτικός χαρακτηρισμός συγκλητικών που είχαν αναδειχθεί μετά τον θάνατο τού Ιουλίου Καίσαρος, βάσει ψευδών παραγγελιών τις οποίες είχε δήθεν αφήσει εκείνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Χάρων, -ωνος + κατάλ. -ίτης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Χαρωνίτας — Χαρωνί̱τᾱς , Χαρωνῖται Orcini masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”